- φωτόσυκο
- τοσύκο που διατηρείται στη συκιά ως τα Φωτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτόσυκο — το, Ν σύκο που διατηρείται στη συκιά μέχρι τα Θεοφάνεια, τη γιορτή τών Φώτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώτα + σύκο] … Dictionary of Greek